καταμφικαλυπτω

καταμφικαλυπτω
    καταμφικαλύπτω
    κατ-αμφικαλύπτω
    окутывать, обертывать
    

(κεφαλῇ ῥάκος Hom. - in tmesi)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καταμφικαλυπτω" в других словарях:

  • καταμφικαλύπτω — (Α) καλύπτω καλά από όλες τις πλευρές …   Dictionary of Greek

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»